Επεισόδιο 4

΄Ήταν Σαββατόβραδο και ο Φαξ έφτιαχνε χαρτοκατασκευές από τις δύο χαρτοπετσέτες που είχαν απομείνει από τα τρία σουβλάκια που μόλις είχε φάει. Αφού, ξέσκισε τη χαρτοσακούλα μαζί με τα λαδόχαρτα σε λεπτές λωρίδες τα ταξινόμησε με βάση το μήκος του.
Τα κοίταξε για ώρα ενώ προσπαθούσε να φτιάξει βαρκούλα με φουγάρο. Έπειτα έβγαλε από τη τσέπη του το στυλό του και την ονόμασε «Παναγιά Παρθένα».
Ήπιε ό,τι είχε απομείνει από ένα κουτάκι μπύρας.
Αφού έπλυνε το πιρούνι που έφαγε τις πατάτες καθάρισε το τραπέζι και πέταξε τα σκουπίδια (στα σκουπίδια) κοίταξε το ρολόι του.
«22:00» είπε . «Να θυμηθώ να κατεβάσω τα σκουπίδια». Ύστερα από αυτή τη μεγαλεπήβολη συμβουλή προς τον εαυτό του χτύπησε το τηλέφωνο.

Ντριιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιν…..
Ο Φαξ μη έχοντας άλλη επιλογή και εφόσον το τηλέφωνο βρισκόταν κοντά του, το σήκωσε:
«Παρακαλώ, μιλήστε καθαρά και γρήγορα. Μόλις έφαγα και νιώθω γλαρωμένος.»
«Πού ‘σαι ρε Φαξ. Δημήτρης εδώ. Βαριέμαι και είπα μια και θα βαριέσαι και ‘συ πάμε καμιά βόλτα… Τί ώρα να περάσω; Σε κανά μισάωρο… Να φέρω και καμιά φίλη;»
«Άσε, έχω μια ελαφριά τζατζικίλα. Πάμε μόνοι.»
«Ο.Κ.»
Και πριν προλάβει να πει ο Φαξ «Μην ξεχάσεις να φέρεις το αυτοκίνητο γιατί βαριέμαι να περπατήσω. Ελπίζω να έχεις φάει – πάμε για κανά ποτό» το τηλέφωνο είχε κλείσει.
«Κρίμα, δεν πρόλαβα να του πω τα παραπάνω» μονολόγησε.
Αφού ο Φαξ φόρεσε το κλασσικό βραδινό του ντύσιμο, Μαύρο-σοβαροφανές παντελόνι – μαύρα λουστρίνια – μαύρο σακάκι – κόκκινη γραβάτα – μπλε πουκάμισο, άλλαξε και ήταν πια έτοιμος.
«Με το τζιν, τα απλά καθημερινά αθλητοφανή παπούτσια και καρό γαλάζιο πουκάμισο νιώθω πιο άνετα»… Σκέφτηκε ικανοποιημένος.
Τότε χτύπησε το κόκκινο τηλέφωνο.
«Ποιος να είναι τέτοια ώρα;» Αναρωτήθηκε με ηλίθιο ύφος και απάντησε. «Ποιος είναι τέτοια ώρα;» φώναξε.
«Έλα, Μόντεμ. Η Σκάλι είμαι. Πάμε για καμιά μπύρα; Ο Μάκης βαριέται». «Χμμμ. Έχω κανονίσει κάτι με ένα φίλο. Εεεε… μάλλον δε θα τον πείραζε και τόσο να τον φτύσω οπότε καλύτερα έλα μαζί μας. Σε δέκα λεπτά θα περάσουμε να σε πάρουμε.»
«Εχμμμ. Ε; Καλά Ο.Κ…. Περιμένω… Τσιάο.»
Είπε η Σκάλι κρύβοντας όσο μπορούσε το βαθυστόχαστο μπέρδεμα της. Ο Φαξ κλείνοντας το τηλέφωνο άφησε το ραδιόφωνο ανοιχτό σε δυνατή ένταση για να μην εισβάλλουν μπουκαδόροι στο φτωχό σπιτικό του. Επειτα από 5 λεπτά και με μαθηματική ακρίβεια χτύπησε το κουδούνι της κάτω πόρτας. Ο Φαξ σαν αίλουρος έσβησε τα φώτα, το γενικό του ηλεκτρικού κλείδωσε τη πόρτα, την ξεκλείδωσε, βγήκε έξω την ξανακλείδωσε και κατέβηκε.
Μετά από 10 λεπτά ξανανέβηκε για να ανεβάσει τον γενικό του ηλεκτρικού αφού δεν ακουγόταν το ραδιόφωνο. Επιτέλους μετά από πολύλεπτες καθυστερήσεις χαιρέτησε τον Δημήτρη:
-Πού’σαι ρε Φαξ; Είπε ο Δημήτρης.
-Αυτό με ρώτησες και από το τηλέφωνο. Τώρα ξέρεις.
-Καλά. Πού πάμε;
-Ευτυχώς που έφερες το αυτοκίνητο. Πάμε να πάρουμε τη Σκάλι.
-Η συνάδελφος;
-Ναι, ξέρεις, σου έχω μιλήσει για αυτή.
-Ναι, ξέρω, μου έχεις μιλήσει για αυτή.
Μια ώρα μετά και μετά των τυπικών συστάσεων και οι τρεις κάθονται σ’ένα μπαρ-καφετέρια κάποιας παραλίας της Γλυφάδας. Ο καιρός ήταν άστατος έως νεφελώδης. Η θερμοκρασία είχε αγγίξει τους 32 βαθμούς Κελσίου.
-Λοιπόν Σκαλ, με τι ασχολείσαι αυτό το καιρό; .. Ρώτησε ανοίγοντας τη συζήτηση ο Δημήτρης.
-Γράφω ένα βιβλίο για τη θέση της γυναίκας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση σε σχέση με το κύμα των λαθρομεταναστών που εισρέουν παράνομα στη χώρα μας. -Χμμμ.Ακούγεται ενδιαφέρον. Τι σχέση έχει το ένα με το άλλο.
-Δεν ξέρω αν υφίσταται σχέση αλλά θα υπάρξει. Αυτό άλλωστε ψάχνω και εγώ. Ο τίτλος του πάντως θα προκαλέσει θόρυβο.
-Ναι δε λέω.
-Είναι μια καλή αρχή για τη Σκάλι. Διέκοψε ο Φαξ.
-Ναι και… Προσπάθησε να μιλήσει ο Δημήτρης.
-Δεν ξέρω αν θα τελειώσει ποτέ όμως. Είμαι στη δεύτερη σελίδα και ακόμα δεν ξέρω πως να ξεκινήσω τη πρώτη παράγραφο… Τον διέκοψε η Σκάλι..
Έτσι συνεχίστηκε ο διάλογος χωρίς πολλά σχόλια από το Δημήτρη. Ώσπου :
-Φαξ, καπνίζεις; Ρώτησε προσφέροντας του ένα τσιγάρο από την χρυσή ταμπακέρα του με τα φιλντισένια αγγελάκια.
-Όχι. Το αλκοόλ και το κάπνισμα βλάπτουν τον έρωτα. Και αυτό το καιρό προσπαθώ να ερωτευτώ. Εσύ;
-Εγώ δεν καπνίζω, απλά πουλάω μούρη με τη χλιδάτη ταμπακέρα. Την αγόρασα από κάτι Ρώσους στο Μοναστηράκι.
-Τα βλέπετε;Είπε η Σκάλι. Πώς είναι δυνατόν να έχουν επιτυχία οι επενδύσεις των ξένων έπειτα από αυτά;
Οι δύο άνδρες κοίταξαν με ερωτηματικό βλέμμα και δέος τη Σκάλι. -Αλλά δε συνεχίζω.Συγχύστηκα. Συμπλήρωσε..
-Ναι έχεις δίκιο. Καλύτερα γράφτα. Θα το μελετήσουμε ιδιαιτέρως. Είπε με μια φωνή ο Φαξ.
Κύλησε η βραδιά και θα έφευγαν σε λίγη ώρα.
-Ουφ, βαρέθηκα. Και αυτή η μουσική με κούρασε.. Είπε η Σκάλι.
-Ναι και μένα,Είναι πολύ ξεσηκωτική.
Ο Μόντεμ δε μίλησε. Ήθελε και αυτός να φύγει μιας και σκέφτηκε ότι είναι πολύ αργά και πρέπει να γυρίσει σπίτι να κλείσει το ραδιόφωνο.
Αργότερα η παρέα εγκατέλειψε το μπαρ και ο Φαξ το χαρτάκι από το καλαμάκι του ποτού που έπινε. Είχε γίνει μια άμορφη μάζα από χυμό-νερό-ιδρώτα και σκόνη.
Γύρω στις 2:00 ο Φαξ ξεκλείδωνε τη πόρτα του διαμερίσματός του, αφού ξεκόλλησε ένα σημείωμα από πάνω της που έγραφε:
«Πάλι τα ίδια; Είσαι γαϊδούρι.
η κυρά-Γιώργαινα από κάτω».
Έκλεισε τη μουσική του ραδιοφώνου.Μέσα σε ένα χάος προβληματισμού σκεπτόμενος το βιβλίο της Σκάλι έπεσε για ύπνο.
Έτσι με τα ρούχα!

Επεισόδιο 5…

Μετάβαση στο περιεχόμενο